σερβάντα

σερβάντα
και σερβάν, η, Ν
έπιπλο τής τραπεζαρίας, γνωστό και ως μπουφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servante «υπηρέτρια» < servir (< λατ. servio «υπηρετώ»). Το έπιπλο ονομάστηκε έτσι, επειδή εξυπηρετούσε στο σερβίρισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σερβάντα — η (λ. γαλλ.), έπιπλο στο οποίο τοποθετούν τα γυαλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”